Ο ελληνικός κατασκευαστικός τομέας, ένας δείκτης της ευρύτερης οικονομίας, βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Μετά από μια δεκαετία συρρίκνωσης και υποεπενδύσεων, μια σύμπλευση παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της αποκατασταθείσας οικονομικής σταθερότητας, της σημαντικής δημόσιας και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, και ενός αναζωογονημένου ιδιωτικού κατασκευαστικού τομέα, έχει πυροδοτήσει μια περίοδο αξιοσημείωτης αναζωπύρωσης. Αυτή η ανανεωμένη δυναμική, αν και πολλά υποσχόμενη, συνοδεύεται από ένα σύνθετο φάσμα προκλήσεων που απαιτούν στρατηγική διορατικότητα και ισχυρές πολιτικές απαντήσεις για να διασφαλιστεί μια πορεία βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.
Πράγματι, οι αριθμοί σκιαγραφούν μια συναρπαστική εικόνα ανάκαμψης. Το 2024, η συνολική αξία παραγωγής του κατασκευαστικού τομέα εκτιμάται ότι έφτασε τα 15,7 δισεκατομμύρια ευρώ, υπερδιπλασιάζοντας την από το 2020. Αυτή η αναζωπύρωση δεν είναι απλώς μια κυκλική ανάκαμψη· υποστηρίζεται από μια σημαντική αύξηση των επενδύσεων. Μετά από χρόνια όπου οι κεφαλαιουχικές δαπάνες δεν κάλυπταν την απόσβεση, οδηγώντας σε επιδείνωση της παραγωγικής ικανότητας, οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο έχουν πλέον αρχίσει να υπερβαίνουν την κατανάλωση κεφαλαίου από το 2021, σηματοδοτώντας μια κρίσιμη ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού του τομέα. Αυτή η ανανεωμένη επένδυση είναι ζωτικής σημασίας, ιδιαίτερα όταν λάβουμε υπόψη την ιστορική θέση της Ελλάδας στο χαμηλότερο άκρο των χωρών της ΕΕ όσον αφορά τις επενδύσεις στον κατασκευαστικό τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ, κυρίως λόγω υστέρησης στις επενδύσεις κατοικιών. Η άμεση συμβολή του τομέα στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) της Ελλάδας έφτασε τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, αντιπροσωπεύοντας το 2,2% της συνολικής ΑΠΑ, μια σταθερή αύξηση από τα χαμηλά επίπεδα μετά την κρίση.
Ωστόσο, η πορεία προς τα εμπρός δεν είναι χωρίς εμπόδια. Ένα πρωταρχικό μέλημα παραμένει το επίμονο ζήτημα της παραγωγικότητας εργασίας, η οποία στις ελληνικές κατασκευές υπολείπεται σημαντικά τόσο της συνολικής ελληνικής οικονομίας (44% χαμηλότερη) όσο και του μέσου όρου της ΕΕ-27 για τον τομέα (56% χαμηλότερη). Αυτή η αναποτελεσματικότητα επηρεάζει άμεσα τους μισθούς, οι οποίοι παραμένουν σχετικά χαμηλοί. Επιπλέον, ο τομέας αντιμετωπίζει μια οξεία έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η οποία προσδιορίστηκε ως το κύριο εμπόδιο στην ανάπτυξη το 2024. Ενώ η απασχόληση στον κατασκευαστικό τομέα αυξήθηκε σε 210.000 άτομα το 2024, μια αξιοσημείωτη αύξηση 8,8% από το 2023, η γήρανση του εργατικού δυναμικού και το μειωμένο ενδιαφέρον από τις νεότερες γενιές αποτελούν μακροπρόθεσμη απειλή για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και τη μεταφορά κρίσιμων δεξιοτήτων. Η προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων θα απαιτήσει ολοκληρωμένες στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένης μιας επαναξιολόγησης των μισθών και παροχών, ισχυρών προγραμμάτων κατάρτισης και μιας συντονισμένης προσπάθειας για τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας του τομέα.
Η χρηματοδότηση, ειδικά για τις κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) που αποτελούν την πλειονότητα του ελληνικού κατασκευαστικού τοπίου, παρουσιάζει ένα ακόμη σημαντικό εμπόδιο. Παρά την ανάκαμψη στις νέες ροές δανείων το 2024 στα 555 εκατομμύρια ευρώ, τα συνολικά υπόλοιπα δανείων προς τον τομέα μειώθηκαν, υποδηλώνοντας ότι οι αποπληρωμές ή οι διαγραφές υπερέβησαν τη νέα χρηματοδότηση. Το χρηματοδοτικό κενό για τις ελληνικές ΜΜΕ γενικά παραμένει ευρύτερο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, επιδεινούμενο από το υψηλότερο κόστος δανεισμού το οποίο, τον Απρίλιο του 2024, εκτοξεύτηκε στο 6,03% πριν από μια μέτρια αποκλιμάκωση. Η αντιμετώπιση αυτού του κενού θα απαιτήσει ένα μείγμα χρηματοδοτικών μέσων, όπως ταμεία εγγυήσεων και επιδοτήσεις επιτοκίων, για να διασφαλιστεί η αδιάλειπτη δημόσια και ιδιωτική επένδυση σε κατασκευαστικά έργα. Επιπλέον, η σημαντική αύξηση του κόστους κατασκευής, που οφείλεται κυρίως στις αυξήσεις τιμών υλικών και εργασίας, επιβαρύνει περαιτέρω τους κατασκευαστές και καθιστά αναγκαία την ακριβέστερη κατάρτιση προϋπολογισμών έργων και τους μηχανισμούς αναθεώρησης.
Κοιτώντας πέρα από το 2026, το δυνητικό “κενό” στην κατασκευαστική δραστηριότητα μετά την ολοκλήρωση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) αποτελεί κρίσιμο ζήτημα. Ενώ μια σημαντική σειρά έργων υποδομής συνολικού ύψους περίπου 10 δισεκατομμυρίων ευρώ έχει προγραμματιστεί για την περίοδο 2027-2030, συμπεριλαμβανομένων οδικών, σιδηροδρομικών, ενεργειακών και τηλεπικοινωνιακών δικτύων, αυτά θα πρέπει να συμπληρωθούν από άλλες δημόσιες και ιδιωτικές πρωτοβουλίες για τη διατήρηση της δυναμικής. Η πρόσφατη ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας ορισμένων οικοδομικών κινήτρων βάσει του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (Ν.Ο.Κ.) έχει εισαγάγει σημαντική αβεβαιότητα στις ιδιωτικές οικιστικές κατασκευές, επηρεάζοντας ενδεχομένως τη δραστηριότητα το 2025 και επηρεάζοντας σημαντικά το 2026. Η ρυθμιστική σαφήνεια και σταθερότητα είναι υψίστης σημασίας για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Τελικά, ο ελληνικός κατασκευαστικός τομέας βρίσκεται στο χείλος μιας σημαντικής μεταμόρφωσης. Για να αξιοποιηθεί πλήρως η τρέχουσα θετική δυναμική και να αντιμετωπιστούν οι εγγενείς προκλήσεις, απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση. Αυτή περιλαμβάνει ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο για τις υποδομές και τις κατασκευές, το οποίο να περιγράφει τις προτεραιότητες, τις πηγές χρηματοδότησης και τις κρίσιμες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό και δεξιότητες. Επιπλέον, η υιοθέτηση της ψηφιοποίησης μέσω πρωτοβουλιών όπως το Building Information Modelling (BIM) είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Τέλος, η ενσωμάτωση κριτηρίων Περιβαλλοντικής, Κοινωνικής και Εταιρικής Διακυβέρνησης (ESG) όχι μόνο θα διευκολύνει την πρόσβαση σε κεφάλαια, αλλά και θα οδηγήσει τον τομέα προς πιο βιώσιμες και ανθεκτικές πρακτικές, κρίσιμες για ένα μέλλον που διαμορφώνεται από την κλιματική αλλαγή. Η εν εξελίξει ανάκαμψη αποτελεί απόδειξη της ανθεκτικότητας του τομέα· η μακροπρόθεσμη ευημερία του θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να αντιμετωπίσει στρατηγικά αυτές τις πολύπλευρες προκλήσεις.