Ζούμε μια σπάνια ιστορική στιγμή όπου το παλιό μοντέλο παγκόσμιας ισορροπίας καταρρέει και το καινούργιο δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η οικονομική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών, η αμυντική ανασυγκρότηση της Ευρώπης και η τεχνολογική επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης συνθέτουν ένα τοπίο μεταβαλλόμενο, γεμάτο ρίσκα αλλά και τεράστιες ευκαιρίες. Το ερώτημα για την Ελλάδα και την Ευρώπη δεν είναι αν πρέπει να προσαρμοστούν. Είναι αν θα το κάνουν έγκαιρα και με σχέδιο.
Η Αμερική, παρά την πολιτική της αναστάτωση, εμφανίζει αξιοσημείωτη συνέχεια στρατηγικής. Από την κυβέρνηση Trump έως την κυβέρνηση Biden, η στόχευση είναι ξεκάθαρη: λιγότερη εξάρτηση από το εξωτερικό, λιγότερη επιδότηση προς συμμάχους, μεγαλύτερη εστίαση σε εγχώρια ανασυγκρότηση και σε γεωοικονομικούς μοχλούς όπως οι δασμοί και οι έλεγχοι εξαγωγών. Η πίεση για “burden sharing” — για αναλογικότερη κατανομή κόστους άμυνας και ασφάλειας — έχει ήδη διαμορφώσει νέα στάνταρ στη διατλαντική σχέση.
Για την Ευρώπη, αυτή η μετατόπιση σημαίνει κάτι θεμελιώδες: το τέλος της εποχής όπου η ενέργεια προερχόταν από τη Ρωσία, η άμυνα από τις ΗΠΑ και η ανάπτυξη από την Κίνα. Η ήπειρος καλείται να επενδύσει σε δική της αμυντική βιομηχανία, να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές της πηγές και να αναζωογονήσει την εσωτερική κατανάλωση — ιδίως στη Γερμανία. Αυτό δεν είναι απλώς μια αμυντική ανάγκη· είναι μια αναπτυξιακή ευκαιρία. Οι τεράστιες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε αμυντικές και ενεργειακές υποδομές μπορούν να δώσουν ώθηση στην ευρωπαϊκή βιομηχανία και στην τεχνολογική καινοτομία για την επόμενη δεκαετία.
Την ίδια στιγμή, μια νέα υπόσχεση ανατέλλει από την τεχνητή νοημοσύνη. Όπως επεσήμαναν ειδικοί στη σχετική συζήτηση, η πρόοδος στην AI υπόσχεται να μας μεταφέρει από έναν κόσμο σπανιότητας σε έναν κόσμο αφθονίας. Αν η τεχνολογία καταφέρει να επιταχύνει την επίλυση των ενεργειακών, υγειονομικών και επισιτιστικών κρίσεων, τότε η ίδια η λογική των συγκρούσεων για φυσικούς πόρους και γεωγραφικές ζώνες μπορεί να καταστεί παρωχημένη. Ο ανταγωνισμός μπορεί να δώσει τη θέση του στη συνεργασία.
Όμως τίποτα από αυτά δεν είναι αυτόματο. Ο τεχνολογικός παράγοντας δεν αντικαθιστά την ανάγκη για στρατηγική, για ηθικές επιλογές και για θεσμική αναβάθμιση. Όπως τονίστηκε, σήμερα σπαταλούμε τεράστια πολιτική ενέργεια σε δασμούς, κυρώσεις και στρατιωτικούς εξοπλισμούς, λειτουργώντας με νοοτροπία παρελθόντος. Εάν η AI πραγματικά μας φέρνει μπροστά σε μια εποχή αφθονίας, η πολιτική και οικονομική σκέψη μας πρέπει να εξελιχθεί εξίσου ριζικά.
Για την Ελλάδα ειδικά, η στιγμή είναι κρίσιμη. Η γεωστρατηγική της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, η συμμετοχή της σε ενεργειακά projects, η ανάγκη αναβάθμισης των υποδομών της και η ικανότητά της να λειτουργήσει ως γέφυρα τεχνολογίας και ασφάλειας μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής, μπορούν να αποτελέσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα — αν υπάρχει σχέδιο. Οι επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια, έξυπνα δίκτυα, logistics και συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης είναι κρίσιμες. Ταυτόχρονα, η ενεργή συμμετοχή στον ευρωπαϊκό διάλογο για την άμυνα, την καινοτομία και την ασφάλεια δεδομένων είναι αναγκαία.
Ο κόσμος μεταμορφώνεται ραγδαία. Οι επόμενες δεκαετίες θα ανήκουν σε όσους καταφέρουν να εναρμονίσουν τεχνολογία, στρατηγική και όραμα. Η Ελλάδα και η Ευρώπη οφείλουν να δουν την κρίση ως αφετηρία και όχι ως απειλή. Από την έλλειψη στην αφθονία, από την άμυνα στον ανασχεδιασμό: το στοίχημα του μέλλοντος είναι ήδη εδώ.